- Σπαρτιατικῇ
- Σπαρτιατικόςfrom Spartafem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ελένια — Ἑλένια, τα (Α) σπαρτιατική γιορτή προς τιμής τής Ελένης … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
πυλαίος — α, ο / πυλαῑος, αία, ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη νεοελλ. 1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το… … Dictionary of Greek
σπαρτιατικός — ή, ό / σπαρτιατικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, η, ο, Ν [Σπαρτιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.) νεοελλ. 1. σκληραγωγημένος 2.… … Dictionary of Greek
Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… … Dictionary of Greek